τριετηρίδες

τριετηρίδες
τριετηρίς
triennial festival
fem nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • τριετηρίδα — η / τριετηρίς, ίδος, ΝΑ 1. εορτή που γίνεται κάθε τρίτο έτος, η τρίτη επέτειος 2. χρονική περίοδος τριών ετών, τριετία νεοελλ. τρία χρόνια υπηρεσίας δημόσιου υπαλλήλου αρχ. φρ. «γυναῑκες τριετηρίδες» γυναίκες που εορτάζουν τριετηρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”